- δαιτροῦ
- δαιτρόνneut gen sgδαιτρόςone that carves and portions outmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαιτροσύνη — δαιτροσύνη, η (Α) [δαιτρός] η τέχνη τού δαιτρού*, τού να κόβει και να μοιράζει κάποιος το κρέας … Dictionary of Greek
δαιτρός — δαιτρός, ο (Α) 1. αυτός που κόβει και μοιράζει το κρέας στο τραπέζι 2. το κληρονομικό αξίωμα τού ιερέα που εκτελούσε χρέη δαιτρού στα Διπόλια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω II) + (επίθημα) τρος (πρβλ. ιατρός)] … Dictionary of Greek